Ήρθες αργά μέσα στην νύχτα και χτύπησες την πόρτα μου, μια βροχερή βραδιά. Πάνε βδομάδες που είχες χωρίσει και κάθε χώρος ήταν για σένα ένα μεγάλο δωμάτιο. Δεν χωρούσες πουθενά. Ήθελες να ξεφύγεις. Ένιωθες ότι οι φίλες σου δεν ήταν αρκετές για να ακούσουν την κραυγή στα λόγια σου. Είχες κουραστεί από την επιφανειακή συμπεριφορά κάποιον ανθρώπων, για ακόμα μια φορά.
Δεν σε περίμενα. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε και πίστεψα ότι με ξέχασες. Ήσουν ένας εφηβικούς μου έρωτας. Κάθε φορά που σου ζητούσα να είμαστε μαζί πάντα κάποιος άλλος με είχε προλάβει. Έτσι τα χρόνια χάραξαν στον γέρικο κορμό μου το όνομα σου και η αγάπη μου για σένα έγινε απλά ένα κομμάτι μου που απλά έμεινε και αφότου έπαψα τις προσπάθειες μου. Τα χρόνια μεταξύ μας αρκετά όμως αυτή η επικοινωνία μας ήταν το πιο μαγικό στοιχείο απ' όλα και η προσοχή μου το πιο μεγάλο δώρο.
Άνοιξα την πόρτα μου στις 3:08 εκείνο το πρωί Παρασκευής και σε κοίταξα να στάζεις. Τα χέρια σου τυλιγμένα γύρω σου σε μια πρόχειρη προσπάθεια να αγγαλιάσεις τα συντρίμμια σου. Είχες το βλέμμα χαμηλά και το σήκωσες... τα χείλη σου άνοιξαν αλλά δεν βγήκε από φωνή μέσα τους. Δεν φημιζώσουν για την διαχυτικότητα σου. Δεν είπα τίποτα. Παραμέρισα και σε έβαλα μέσα στο σπιτικό. Ήταν ένα μικρό και ζεστό διαμέρισμα γεμάτο από διάσπαρτα αντικείμενα ιστορίας που ήξερες ότι μου αρέσουν. Ένα μουσείο αλλοτινών ζωών και αναμνήσεων. Η συλλογή μου. Σου έστρωσα να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς από τα ανομολόγητα βάσανα σου. Ο ύπνος δεν ερχόταν και έτσι έκατσα μαζί σου, δεν ήθελες να μιλήσεις κι εγώ έφυγα να κοιμηθώ μερικές ώρες πριν χαράξει και πάω στην δουλειά.
Το πρωί σε βρήκα να κοιμάσαι. Σε σκέπασα στοργικά και σου ετοίμασα κάτι να φας. Σαν να ήμουν εγώ ο πατέρας που δεν γνώρισες ποτέ. Κι εγώ διόρθωνα τα λάθη ενός άπιστου άντρα που σας άφησε όπως κάποτε μου είχες πει για κάποια "μικρούλα". Αλλά ήξερες πάντα ότι η αγάπη μου όρια δεν γνωρίζει και τα βαθιά νερά της είναι θεραπευτικά. Ήμουν εκεί για σένα, ακριβώς όπως είχα υποσχεθεί κάποιο βράδυ με φεγγάρι κρατώντας γερά το χέρι σου... Έφυγα αργοπορημένος και έτρεξα να πιάσω το λεοφορείο.
Αργά το απόγευμα γύσισα πίσω και σε βρήκα εκεί να σκαλίζεις παλιά βινύλια, δίσκους που ξέθαβα σε παλαιοπωλεία. Ένας ακόμα τρόπος να κρατάω αναμνήσεις ζωντανές. Κάτσαμε και μιλήσαμε για ώρες. Μου είπες πως ένιωθες και πως η προηγούμενη κατάσταση σε είχε κάνει να χάσεις τόσα κομμάτια του εαυτού του. Η αγάπη σε έκαψε και δεν ήθελες να ερωτευτείς ποτέ ξανά αλλά ήσουν δυχασμένη γιατί αγάπη ήταν αυτό που πραγματικά λαχταρούσες. Σε άκουγα χωρίς να σε διακόπτω και μόνο τα μάτια και η σιωπή μου αρκούσαν για να νιώσεις πως σε καταλάβαινα. Με είχες μάθει άλλωστε στα τόσα χρόνια που μοιραζόμασταν περιόδους φιλίας και διάφορες περιέπετειες που ο δρόμος της ζωής μας έφερνε.
Έβαλα ένα τραγούδι που ήξερα ότι είναι από τα αγαπημένα σου...
Και ο λόγος μου φλογερός, με την φωνή μου να είναι βαριά, σου μίλησα για ελπίδα και την δύναμη της στιγμής. Σου είπα για τα μαθήματα που οι επιλογές σου είχαν να σου διδάξουν και εσύ όπως πάντα με άκουγες. Σεβόσουν την γνώμη μου γιατί ήξερες ότι φοβόμουν να στην δώσω. Ήξερες ότι ήθελα μόνο αυτό που θα ήταν καλό για σένα άσχετα αν μπορεί να μην ήταν η δική μου ευτυχία αυτή που έπρεπε να φροντήσω. Ήξερες ότι εσύ ήσουν το μοντέλο για τις αναζητήσεις μου τις σκοτεινές νύχτες σε ψυχρά δωμάτια με ξένα κορμιά. Την τρυφερότητα σου δεν μπορούσα να την βρω πουθενά.
Και ξαφνικά ξεσπας σε κλάματα, λέγοντας πόσο ανόητη ήσουν να εμπιστευτείς για ακόμα μια φορά κάποιον που φαινόταν σκάρτος από την αρχή... Τα χέρια μου σαν φτερούγες πουλιού γύρω σου αργά τυλίχτηκαν και μια ζεστασιά απλώθηκε στο κορμή σου και άγγιξε την πληγωμένη σου καρδιά. Και τότε έκανες το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με κάνει να τρέμω σαν φύλλο. Τα χείλη σου άγγιξαν το ανοιχτό μου στόμα σε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελες να σωπάσω και να μην ακούσεις τίποτε άλλο. Έλεγες κάποτε ο ήχος της φωνής μου και οι χαζές χειρονομίες που κάνω όταν μιλάω για θέμα που μου άρεσαν ήταν αυτά που λάτρευες... όμως δεν περίμενα ποτέ πως τα χείλη σου θα είχαν γεύση από βύσσινο και το ελαφρώς στραβό τους σχήμα θα άφηνε αποτύπωμα στις αισθήσεις μου.
Κάναμε μια παύση καθώς η αμηχανία μου σε άφησε να αναρωτιέσαι... "Δεν σου άρεσε?" με ρώτησες. Σήκωσα τα μάτια μου από το πάτωμα και κοίταξα τα χείλη σου. Η σαστημάρα έγινε ένας μικρός ήλιος και το γνωστό μου χαμόγελο έλαμψε για χάρη σου. Μια ζωϊκή ορμή αναδήθηκε από τις καταπιεσμένες μου ελπίδες... τα δάχτυλα μου κύλησαν στον λαιμό και τα μάγουλα σου καθώς με τα δακρυσμένα μάτια έγερνες προς τα πίσω, μια μικρή ελεύθερη πτώση. Ένα "leap of faith" μέχρι τα χέρια μου να σε πιάσουν ξανά και απαλά να σε αφήσουν στα μαλακά μαξιλάρια εκείνου του κατακόκκινου καναπέ που είχαμε διαλέξει μαζί κάποτε σε κάτι IKEA. Τα χέρια σου στην πλάτη μου κι εσύ κλαις. Δεν ξέρω αν είναι από θλίψη ή από χαρά. Μου είπες ότι ήθελες να μείνεις μόνη και ότι αυτό που έκανες ήταν λάθος. Σε άφησα και πήγα να περπατήσω. Γύρισα μετά από μερικές ώρες για να κοιμηθώ. Ήσουν ξαπλωμένη και ήξερα ότι έγραφες κάτι στο κινητό σου. Δεν ήθελα να γινω αδιάκριτος αλλά μέσα μου έλπιζα να μην το έστελνες σε λάθος άτομο.
Έστρωσα και ξάπλωσα. Με πήρε ο ύπνος για τα καλά. Τι ώρα να ήταν άραγε όταν ήρθες και σύρθηκες δίπλα μου κάτω από τα σκεπάσματα και έγειρες δίπλα μου; Δεν γύρισα αλλά είμαι σίγουρος πως κατάλαβες το χαμόγελο μου και μπόρεσες να φανταστείς την μισοκοιμησμένη μου "μουτσούνα" όπως έλεγες. Σε ένιωσα να ανασαίνεις αργά χωρίς ταραχή. Ο ύπνος σου εκείνη την νύχτα δεν είχε εφιάλτες, του έδιωχνα εγώ. Σηκωθήκαμε το πρωί φάγαμε μαζί πρωινό και με ευχαρίστησες για την φιλοξενία. Δεν έδειξα τίποτα ερωτικό αν και υπήρχε μέσα μου πόθος για σένα. Δεν ήθελα να σε μπερδέψω. Είχα μια ελπίδα ότι κάποτε θα καταλήγαμε μαζί, ίσως να γερνούσαμε μαζί. Επέμεινες ότι έπρεπε να φύγεις. Σου πρότεινα να κάτσεις μερικές μέρες, αλλά προτίμησες την μοναξιά για να σκεφτείς και να "λύσεις" τα προβλήματα σου.
Έζησα με την ελπίδα δεν με πείραζε πια. Μου έφταναν κι αυτές οι στιγμές. Έφευγες για να γυρνάς κι εγώ για να σε αναζητώ τριγύρω. Δύο χαμένες ψυχές στον λαβύρινθο της αγάπης και του φόβου και της απώλειας. Με είδες να δακρίζω λίγο καθώς περνούσες γοργά την πόρτα και λες "Χαμογέλα μου! Δεν φεύγω για πάντα! Θα ξανάρθω!". Κούνησα το χέρι μου αλλά... Που να 'ξερες όμως ότι εγώ δεν θα ήμουν εκεί την επόμενη φορά...
#Η ζωή είναι μικρή και πολλές φορές δεν τολάμε όσο πρέπει, γιατί η νιότη φαντάζει αιωνιότητα. Φοβόμαστε να αγαπήσουμε αυτό που βλέπουμε μέσα σε αυτούς που μας ταιριάζουν. Νομίζουμε δεν μας αξίζει και αναζητούμε εναλλακτικές σε τρίτους. Αυτούς που έπρεπε να ερωτευτούμε τους κάνουμε φίλους και καμιά φορά τους χάνουμε, γιατί η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια και οι καταστάσεις αλλάζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου